ἐπικίνδυνον

ἐπικίνδυνον
ἐπικίνδῡνον , ἐπικίνδυνος
in danger
masc/fem acc sg
ἐπικίνδῡνον , ἐπικίνδυνος
in danger
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • бѣдьно — (49) нар. 1.Опасно, беда: не добро ѥсть ни полезно. нъ бѣдно. и вражебно. оучимымъ избирати наставника по своѥм(о)у хотѣнию. (ἐπικίνδυνον) ПНЧ 1296, 41 об.; велми бѣдно нынѣ нѣ кающимъсѩ. даже не постигнѣть см҃рть. ПрЛ XIII, 33в; ѥще же и ѡ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… …   Dictionary of Greek

  • Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”